τραπεζοκόμος

τραπεζοκόμος
ο
αυτός που υπηρετεί αυτούς που τρώνε σε γεύμα, τραπεζιέρης, σερβιτόρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τραπεζοκόμος — one who sets out a table masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοκόμος — ο, η, ΝΑ, τ. θηλ. και τραπεζοκόμα Ν αυτός που φροντίζει για την εξυπηρέτηση τών συνδαιτυμόνων στο τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοκόμοι — τραπεζοκόμος one who sets out a table masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοκόμοις — τραπεζοκόμος one who sets out a table masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοκόμον — τραπεζοκόμος one who sets out a table masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοκόμους — τραπεζοκόμος one who sets out a table masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοκόμων — τραπεζοκόμος one who sets out a table masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραπεζοκομώ — έω, Μ [τραπεζοκόμος] είμαι τραπεζοκόμος …   Dictionary of Greek

  • STRUCTOR — Petronio Arbitro qui fercula puerorum manibus allata apte disponit. Iuvenalis Sat. 7. v. 184. Veniet qui fercula docte Componat Quae itaque Coquus elaboraverat, collocabar Structor. Unde iterum Petron. Superque proprium convenientemque materiae… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”